ποντίφικας

ποντίφικας
ο
(λ. λατ.)
1. ο ανώτατος ιερέας (αρχιερέας) των Ρωμαίων.
2. ο πάπας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • ιερομνήμονας — ο (ΑΜ ἱερομνήμων, Α δωρ. τ. ἱερομνάμων) τίτλος που απονέμεται σε ιερείς (νεοελλ. μσν.) εκκλησιαστικό αξίωμα που έδιναν, κατά τη βυζαντινή εποχή κυρίως, σε διακόνους και, σπάνια, σε ιερείς ή λαϊκούς αρχ. 1. αυτός που γνώριζε τα σχετικά με τη θεία… …   Dictionary of Greek

  • ποντίφηκας — ο / ποντίφεξ, ικος, ΜΝΑ, και ποντίφικας και ποντίφηξ, Ν (στους Ρωμαίους) α) μέλος συμβουλευτικού σώματος που βοηθούσε τον ανώτατο άρχοντα στα θρησκευτικά του καθήκοντα β) φρ. «μέγιστος προντίφεξ» ο επικεφαλής τής θρησκευτικής ιεραρχίας,… …   Dictionary of Greek

  • ποντιφικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ποντίφηκα («ποντιφική βίβλος» συλλογή βιογραφιών τών παπών τού Μεσαίωνα η οποία γράφηκε από πολλά άτομα και αποτελεί αξιόλογη πηγή ιστορικών πληροφοριών, εκτός από ορισμένες μυθώδεις διηγήσεις). [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • πραξιεργίας — ὁ, Α ποντίφικας, αρχιερέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρᾶξις + ἔργον + επίθημα ίας. Η λ. αποτελεί απόδοση τού λατ. pontifex, icis (βλ. λ. ποντίφηκας)] …   Dictionary of Greek

  • Βάλβος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Λεύκιος Κορνήλιος ο Γαδιτανός (Lucius Cornelius Balbus, Γάδειρα 1ος αι. π.Χ.). Στενός φίλος του Καίσαρα και του Πομπήιου. Όταν ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος, έκανε κάθε προσπάθεια για να τους συμφιλιώσει. Μετά τον θάνατο …   Dictionary of Greek

  • Βατικανού, Πόλη του- — (Citta del Vaticano) Ιδιότυπο ανεξάρτητο κράτος, μέσα στην πόλη της Ρώμης (Ιταλία). Πολιτικά στοιχεία Περικλεισμένη μέσα στα Λεόντεια Τείχη της Ρώμης, η Π. του Β. κατέχει μόνο ένα τμήμα του αρχαίου Ager Vaticanus που απλωνόταν ανάμεσα στις… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • Μάρκελλος, Μάρκος Κλαύδιος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Στρατηγός (270 – 208 π.Χ.). Διακρίθηκε στους αγώνες της Ρώμης κατά των Ινσόμβρων, των Συρακούσιων και των Καρχηδονίων. Μετά τη νίκη του κατά των Ινσόμβρων αναγνωρίστηκε από τον λαό ως τρίτος και τελευταίος άρχοντας… …   Dictionary of Greek

  • ποντίφηκες — Ιερείς της αρχαίας Ρώμης, ο θεσμός των οποίων κατά την παράδοση ιδρύθηκε από τον Νουμά. Τα καθήκοντά τους δεν ήταν στενά ιερατικά, γιατί δεν ασχολούνταν προσωπικά με θρησκευτικές τελετουργίες, αλλά τις διηύθυναν ή φρόντιζαν να γίνονται σύμφωνα με …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”